- αποσεμνυνω
- ἀποσεμνύνωἀπο-σεμνύνωпревозносить, расхваливать
(τινά и τι Plat., Diod., Luc.)
; med.-pass. хвастаться, хвалиться(τι Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινά и τι Plat., Diod., Luc.)
; med.-pass. хвастаться, хвалиться(τι Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποσεμνύνω — ἀποσεμνύνω (AM) ( ομαι) παίρνω σοβαρό ύφος υπερηφανεύομαι αρχ. 1. εξυμνώ, εγκωμιάζω 2. ( ομαι) (για την τραγωδία) παίρνω σπουδαία μορφή, σοβαρό χαρακτήρα … Dictionary of Greek
ἀποσεμνυνεῖται — ἀποσεμνύνω extol fut ind mid 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀποσεμνύνω extol fut ind mid 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεμνῦναι — ἀποσεμνύνω extol aor inf act ἀποσεμνύνω extol aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσεμνύνθη — ἀποσεμνύνω extol aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεμνύνῃ — ἀποσεμνύ̱νῃ , ἀποσεμνύνω extol aor subj mid 2nd sg ἀποσεμνύ̱νῃ , ἀποσεμνύνω extol aor subj act 3rd sg ἀποσεμνύ̱νῃ , ἀποσεμνύνω extol pres subj mp 2nd sg ἀποσεμνύ̱νῃ , ἀποσεμνύνω extol pres ind mp 2nd sg ἀποσεμνύ̱νῃ , ἀποσεμνύνω extol pres subj… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεμνύνετε — ἀποσεμνύ̱νετε , ἀποσεμνύνω extol aor subj act 2nd pl (epic) ἀ̱ποσεμνύ̱νετε , ἀποσεμνύνω extol imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀποσεμνύ̱νετε , ἀποσεμνύνω extol pres imperat act 2nd pl ἀποσεμνύ̱νετε , ἀποσεμνύνω extol pres ind act 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσέμνυνε — ἀ̱ποσέμνῡνε , ἀποσεμνύνω extol aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱ποσέμνῡνε , ἀποσεμνύνω extol imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀποσέμνῡνε , ἀποσεμνύνω extol pres imperat act 2nd sg ἀποσέμνῡνε , ἀποσεμνύνω extol pres imperat act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεμνύνομεν — ἀποσεμνύ̱νομεν , ἀποσεμνύνω extol aor subj act 1st pl (epic) ἀ̱ποσεμνύ̱νομεν , ἀποσεμνύνω extol imperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἀποσεμνύ̱νομεν , ἀποσεμνύνω extol pres ind act 1st pl ἀποσεμνύ̱νομεν , ἀποσεμνύνω extol aor subj act 1st pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεμνύνει — ἀποσεμνύ̱νει , ἀποσεμνύνω extol aor subj act 3rd sg (epic) ἀποσεμνύ̱νει , ἀποσεμνύνω extol pres ind mp 2nd sg ἀποσεμνύ̱νει , ἀποσεμνύνω extol pres ind act 3rd sg ἀποσεμνύ̱νει , ἀποσεμνύνω extol aor subj act 3rd sg (epic) ἀποσεμνύ̱νει , ἀποσεμνύνω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεμνύνουσι — ἀποσεμνύ̱νουσι , ἀποσεμνύνω extol aor subj act 3rd pl (epic) ἀποσεμνύ̱νουσι , ἀποσεμνύνω extol pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποσεμνύ̱νουσι , ἀποσεμνύνω extol pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεμνύνουσιν — ἀποσεμνύ̱νουσιν , ἀποσεμνύνω extol aor subj act 3rd pl (epic) ἀποσεμνύ̱νουσιν , ἀποσεμνύνω extol pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποσεμνύ̱νουσιν , ἀποσεμνύνω extol pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)